Μύκονος και Ελλάδα: μια κοινωνία σε υπερδιέγερση

2025-12-15 13:36

Η Μύκονος δεν είναι απλώς ένας τουριστικός προορισμός. Είναι ένας τόπος με βαθιά ιστορία, ισχυρή ενέργεια και μνήμη αιώνων. Η γειτνίασή της με τη Δήλο, ένα από τα σημαντικότερα πνευματικά και ενεργειακά κέντρα της αρχαιότητας, δεν είναι τυχαία. Από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα, το νησί αυτό λειτουργεί σαν καθρέφτης: αντανακλά τον άνθρωπο, τις προθέσεις του, τις επιθυμίες του, τις σκιές του, τους δαίμονές του.

Τις τελευταίες δεκαετίες η Μύκονος αναπτύχθηκε ραγδαία. Οι διάσημοι της εποχής, η εξωστρέφεια, αλλά κυρίως η φιλοξενία και η εργατικότητα των κατοίκων της, την ανέδειξαν σε παγκόσμιο προορισμό. Σήμερα, αυτό το μικρό νησί αποτελεί ναυαρχίδα της τουριστικής βιομηχανίας και βασικό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας. Άνθρωποι από όλη την Ελλάδα και από όλο τον κόσμο μετακινούνται στη Μύκονο για να εργαστούν, να επιβιώσουν, να ελπίσουν σε ένα καλύτερο αύριο, πληρώνοντας υποχρεώσεις, φόρους, δάνεια, μεγαλώνοντας οικογένειες.

 

Υπήρξε μια εποχή που η Μύκονος είχε πρόσωπα.
Η εποχή του Ωνάση και της Κάλλας, στην εποχή της Ρένας της Φτελιάς και του Χατζηφωτίου στην εποχή του σήμερα…
Δεν το αναφέρω για να ωραιοποιήσω το παρελθόν, αλλά να υπενθυμίσω μια άλλη στάση ζωής. Εκείνες οι εποχές σίγουρα έχουν περάσει και στα τελευταία χρόνια κάτι έχει αλλάξει γιατί δε χάλασε ο άνθρωπος, αλλά άλλαξαν οι αξίες που κουβαλά.


Και όχι μόνο στη Μύκονο.
 

Ζούμε σε μια εποχή έντασης, επιθετικότητας και έλλειψης σεβασμού. Ο άνθρωπος φαίνεται να έχει απομακρυνθεί από τον εαυτό του. Δεν σέβεται τον διπλανό του, το παιδί που περνά τη διάβαση, τη γυναίκα φορτωμένη με ψώνια, τον ηλικιωμένο, τον εργαζόμενο. Δεν σέβεται  τελικά ούτε τον ίδιο του τον εαυτό.

Και αντί να κοιτάξουμε αυτή την αλλαγή κατάματα, επιλέγουμε την εύκολη λύση: τον χλευασμό.
Τα social media κατακλύζονται από ειρωνεία, βίντεο και σχόλια που τονίζουν μόνο τα αρνητικά. Η Μύκονος γίνεται σύμβολο υπερβολής, χλιδής και αλαζονείας. Κανείς όμως δεν αναρωτιέται: πώς συμβάλλω εγώ στην εικόνα αυτή;

Ναι, θα βρεις σαλάτα με 25 ευρώ. Όπως θα βρεις στην Αθήνα, στην Κρήτη, στο Λονδίνο, στη Μάλτα, στη Μάλαγα, στη Σάντα Μόνικα με τα ίδια ή και περισσότερα σε μια σαλάτα που λέγεται στο μενού Μύκονος!!!  Για να μη γλιστρήσουμε σε λαϊκισμό και «κυνήγι μαγισσών», ας ειπωθεί καθαρά: το φαινόμενο των υπερβολικών χρεώσεων παρουσιάζεται συχνά ως «χαρακτηριστικό της Μυκόνου», ενώ στην πραγματικότητα αποτελεί έκφραση μιας ευρύτερης νοοτροπίας, της λογικής της αρπαχτής, που δεν συνδέεται με τον τόπο, αλλά με τον τρόπο που κάποιοι τον αντιμετωπίζουν.

Αξίζει να ειπωθεί ότι πολλά από τα καταστήματα που λειτουργούν με αυτή τη λογική δεν ανήκουν σε «ξένους» ή σε κάποιο απρόσωπο σύστημα, αλλά σε Έλληνες που έρχονται εποχικά στο νησί, βλέποντάς το αποκλειστικά ως ευκαιρία γρήγορου κέρδους. Έτσι, κατηγορούμε τελικά κάτι στη δημιουργία του οποίου συμμετέχουμε και οι ίδιοι.

Η επιχειρηματικότητα δεν είναι από μόνη της πρόβλημα. Αντίθετα, αποτελεί βασικό στοιχείο ανάπτυξης. Όταν όμως αποκόπτεται από κάθε έννοια ποιότητας, φιλοξενίας και σεβασμού προς τον τόπο, μετατρέπεται σε ευκαιριακή εκμετάλλευση.
Η λογική της αρπαχτής δεν πλήττει μόνο τον επισκέπτη. Υπονομεύει τη μακροπρόθεσμη ταυτότητα του τόπου, απαξιώνει τη φιλοξενία και διαβρώνει την κοινωνική συνοχή. Όταν ο τόπος γίνεται απλώς προϊόν, παύει να είναι κοινότητα.

Είναι εύκολο να κρίνουμε.
Είναι πολύ πιο δύσκολο να κάνουμε ενδοσκόπηση.

 

Ο μαζικός τουρισμός δεν αλλοιώνει απλώς έναν τόπο, επιταχύνει όλα όσα ήδη υπάρχουν. Στη Μύκονο, η εποχικότητα δημιουργεί μια κατάσταση μόνιμης επιφυλακής:
λίγοι μήνες για να «βγει η χρονιά»,
πολλές ώρες εργασίας,
ελάχιστος προσωπικός χρόνος.

Ο εργαζόμενος δεν ζει απλώς σε έναν απαιτητικό χώρο. Ζει σε μια συνθήκη διαρκούς επιτέλεσης. Πρέπει να είναι αποδοτικός, ευχάριστος, ανθεκτικός, διαθέσιμος. Το σύστημα δεν αφήνει χώρο για αδυναμία. Και όταν η αδυναμία δεν βρίσκει έκφραση, μετατρέπεται σε σύμπτωμα.

Η Μύκονος έχει προβληθεί αποκλειστικά ως το νησί του ασταμάτητου πάρτι, του άφθονου αλκοόλ και του χρήματος. Η κυρίαρχη εικόνα θέλει τη Μύκονο γεμάτη «πλούσιους που πίνουν σαμπάνιες». Αυτή η μονοδιάστατη αφήγηση έχει δημιουργήσει έναν ιδιότυπο ρατσισμό:

«Στη Μύκονο όλοι είναι πλούσιοι.»
«Στη Μύκονο όλοι βγάζουν εύκολα χρήματα.»
«Στη Μύκονο δεν υπάρχουν ανάγκες.»

Φτάσαμε στο σημείο να φοβάσαι να πεις από πού είσαι και πού δουλεύεις, γιατί ακόμη και ένας ταξιτζής στην Αθήνα ή αλλού θα θεωρήσει αυτονόητο ότι μπορεί να ζητήσει παραπάνω χρήματα. Όχι επειδή είναι κακός άνθρωπος, αλλά γιατί στη χώρα της διαφθοράς και της αλαζονείας το στερεότυπο έχει πλέον γίνει κανονικότητα.

Η Μύκονος λειτουργεί έτσι ως περιβάλλον υπερδιέγερσης: φώτα, ήχος, πλήθος, χρήμα, προσδοκία. Σε τέτοια περιβάλλοντα το νευρικό σύστημα δεν ησυχάζει ποτέ. Η ένταση γίνεται συνήθεια και η ηρεμία μοιάζει σχεδόν απειλητική.

 

Και βεβαίως υπάρχει ένα σοβαρό ζήτημα που σχεδόν κανείς δεν αγγίζει: το αλκοόλ και τα ναρκωτικά.
Όχι αυτά της «χλιδής», αλλά αυτά της κόπωσης, της μοναξιάς, ως ρυθμιστές συναισθημάτων, ως τρόπος ένταξης, ως διέξοδος από την απόγνωση.

Όταν το άτομο δεν έχει χρόνο να νιώσει, το αλκοόλ «νιώθει» για εκείνον.

Πόσες οικογένειες διαλύονται σιωπηλά;
Πόσα παιδιά μεγαλώνουν μόνα, γιατί οι γονείς δουλεύουν μερόνυχτα σε δύο και τρεις δουλειές για να τα βγάλουν πέρα; Παιδιά «παρκαρισμένα» μπροστά σε μια τηλεόραση ή ένα playstation, χωρίς παρουσία, χωρίς ουσιαστική σύνδεση. Παιδιά που μεγαλώνουν με υλική επάρκεια αλλά συναισθηματική απουσία.

Πόσοι άντρες και γυναίκες αφήνουν την οικογένειά τους πίσω, έρχονται για ένα μεροκάματο, σηκώνουν αφόρητη πίεση και δεν ξέρουν πώς να διαχειριστούν τα προβλήματα; Και τελικά πέφτουν στο ποτό ή στις ουσίες όχι από καλοπέραση, αλλά από αδιέξοδο.

Για αυτούς δεν μιλάει κανείς.
Δεν ταιριάζουν στο αφήγημα του «κακομαθημένου πλούσιου».
Κι όμως, αυτοί είναι η σιωπηλή πλειοψηφία.

 

Η ένταση της Μυκόνου δεν είναι κάτι μαγικό ούτε «καταραμένο». Είναι ανθρώπινο δημιούργημα. Και όπως κάθε ανθρώπινο σύστημα, αντικατοπτρίζει τις επιλογές μας.

Η ζωή δεν είναι μόνο δουλειά.
Δεν είναι μόνο χρήματα.
Δεν είναι μόνο προβλήματα.

Αν έχουμε παιδιά, χρειάζονται παρουσία, όχι μόνο παροχές.
Αν έχουμε σύντροφο, χρειάζεται φροντίδα, όχι αυτόματο πιλότο.
Οι σχέσεις δεν συντηρούνται μόνες τους «μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος».

Στην οικογενειακή δυναμική, το αλκοόλ συχνά γίνεται ο τρίτος πόλος:

  • αποφορτίζει τον ενήλικα,
  • αποσταθεροποιεί τη σχέση,
  • δημιουργεί αστάθεια για τα παιδιά.

Το παιδί μαθαίνει να «μην ενοχλεί», να προσαρμόζεται, να ωριμάζει πρόωρα. Αυτές είναι οι βάσεις για τη μελλοντική αναπαραγωγή του τραύματος.

Στη Μύκονο, όπως σε κάθε μικρή κοινωνία, η σιωπή λειτουργεί προστατευτικά:
«Μη μιλήσεις.»
«Όλοι τα ίδια περνάμε.»
«Έτσι είναι η δουλειά εδώ.»

Κοινωνιολογικά, αυτή η σιωπή δεν είναι αδιαφορία. Είναι μηχανισμός επιβίωσης. Όταν η οικονομία εξαρτάται από την εικόνα, κάθε ρωγμή μοιάζει απειλή. Όμως η αποσιώπηση δεν εξαφανίζει το πρόβλημα, το μεταφέρει στις επόμενες γενιές.

 

Αυτό που συχνά ξεχνάμε είναι ότι η Μύκονος δεν είναι μόνο σκηνικό. Είναι κοινωνία.
Και είναι μικρογραφία της Ελλάδας.

Μιας Ελλάδας που δεν καταστρέφεται μόνο από εξωτερικούς παράγοντες, αλλά φθείρεται καθημερινά από τις δικές μας επιλογές, τις παραλείψεις μας και τη συνήθεια να μεταθέτουμε την ευθύνη αλλού.

Η Μύκονος απλώς τα δείχνει όλα πιο έντονα:
την απληστία χωρίς όρια,
την εξάντληση χωρίς φροντίδα,
την οικογένεια που πιέζεται μέχρι να σπάσει,
τον άνθρωπο που πίνει για να αντέξει,
την κοινωνία που σχολιάζει, αλλά δεν αντέχει να κοιταχτεί στον καθρέφτη.

Ό,τι βλέπουμε εδώ υπάρχει παντού. Απλώς αλλού κρύβεται καλύτερα.

Και αν συνεχίσουμε να μιλάμε για «τη Μύκονο που καταστράφηκε» χωρίς να μιλάμε για την Ελλάδα που αλλάζει προς το χειρότερο, τότε χάνουμε το νόημα. Γιατί ο τόπος δεν καταρρέει μόνο από την υπερβολή, καταρρέει από την απουσία ευθύνης, σχέσης και συνείδησης.

Η Μύκονος δεν είναι το πρόβλημα.
Είναι το σύμπτωμα.

Γι’ αυτό, αν δεν σηκωθούμε πρώτα από τον καναπέ του Facebook που κρυβόμαστε άνετα πίσω από τις μάσκες των ανώνυμων σχολιαστών για να κάνουμε τα αυτονόητα
να πούμε μια καλημέρα στο ταχυδρομείο, στον κούριερ, στην τράπεζα, σε ανθρώπους που συναντιόμαστε καθημερινά και παρ’ όλα αυτά παραμένουμε ξένοι,
αν δεν σταματήσουμε το αυτοκίνητο για να περάσει το παιδί, η έγκυος γυναίκα, η μητέρα με το καρότσι και το μωρό στην αγκαλιά,
αν δεν μάθουμε να ανάβουμε το φλας για να προειδοποιήσουμε ότι θέλουμε να στρίψουμε στον φούρνο και όχι να λειτουργούμε με τη λογική «ο δρόμος είναι δικός μου, σταμάτα για να περάσω εγώ»,
αν συνεχίσουμε να κυκλοφορούμε με ένα μόνιμο μαύρο σύννεφο πάνω από το κεφάλι μας, επαναλαμβάνοντας μονότονα «η Μύκονος το ένα, η Μύκονος το άλλο»,
ενώ την ίδια στιγμή η Μύκονος μεγαλώνει τα παιδιά μας, μας ζει, μας στηρίζει εμάς και τους γονείς μας,

τότε δεν έχουμε δικαίωμα να μιλάμε.

 

Γιατί σε αυτή την περίπτωση δεν είμαστε απλοί παρατηρητές.
Είμαστε συνεργοί στο χάος που έχει δημιουργηθεί.

 

Ζούμε σε έναν τόπο όπου η ψυχή μας δοκιμάζεται καθημερινά ως προς την ακεραιότητά της.
Σε συνθήκες πίεσης, κόπωσης και έντασης, είναι εύκολο να στραφούμε ο ένας εναντίον του άλλου. Κι όμως, αυτό που χρειαζόμαστε περισσότερο είναι ακριβώς το αντίθετο: ο ένας τη βοήθεια του άλλου. Όχι να «βγάζουμε τα μάτια μας» μεταξύ μας, αλλά να κρατιόμαστε όρθιοι μαζί.

Σήμερα κιόλας, πριν κρίνεις, πριν θυμώσεις, πριν σχολιάσεις, αναρωτήσου:
τι μικρό, απλό, θετικό έκανα για τον συνάνθρωπό μου;

Γιατί οι τόποι δεν αλλάζουν από τα μεγάλα λόγια.
Αλλά από τις μικρές πράξεις που επαναλαμβάνονται.


~Marén, Tonia, Alessandra